- βρέμω
- βρέμω (Α)Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω2. αντηχώ3. (για τα όπλα) παράγω κρότο4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζωII. (-ομαι)1. κλαίω, θρηνώ2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο3. (για ζώα) βρυχιέμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τα αρχ. άνω γερμ. bruman, ουαλ. brefu, λατ. fremo, που σημαίνουν «βουίζω, γογγύζω, βρυχώμαι» είναι μεν πιθανή, αλλά η περαιτέρω αναγωγή τους σε ινδοευρ. ρίζα *bhrem-, που έχει την ίδια σημασία είναι αδύνατη εξαιτίας του β- στο βρέμω. Προτιμότερο είναι να υποτεθεί μια ονοματοποιημένη—χωρίς δασύ— ρίζα *brem-, ενώ κατ' άλλους πρέπει να αναχθεί σε ρίζα *mrem- και να συνδεθεί το ρ. με το μορμύρω «μουρμουρίζω». Το ρ. βρέμω εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -βρεμέτης σε τρία ποιητικά σύνθετα βαρυ-βρεμέτης, εριβρεμέτης, υψιβρεμέτης, καθώς και με τη μορφή -βρέντας (αναξιβρέντας, αργιβρέντας).ΠΑΡ. βροντήαρχ.βρόμος (Ι), βρόμος (III), βρωμώμαι (Ι).ΣΥΝΘ. αρχ. επιβρέμω, περιβρέμω, συμβρέμω, υποβρέμω].
Dictionary of Greek. 2013.